αλοιφόπιτα

αλοιφόπιτα
η
1. πίτα που παρασκευάζεται στο τηγάνι, με λίπος ή λάδι
2. μτφ. αυτός που δεν ανήκει αποκλειστικά σε μια πολιτική παράταξη, κόλακας, καιροσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλοιφή + πίτα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλοιφή — η (Α ἀλοιφή) 1. αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται κάποιος, επίχρισμα 2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα από λίπος και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την επάλειψη τού σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς 3. μίγμα χρήσιμο για γάνωμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”